φωνητήριος

φωνητήριος
-α, -ο / φωνητήριος, -ία, -ον, ΝΑ
αυτός με τον οποίο συντελείται η παραγωγή τής φωνής (α. «φωνητήρια όργανα» — τα όργανα με τα οποία αρθρώνονται και μορφοποιούνται οι ήχοι σε φθόγγους, όπως είναι η γλώσσα, τα δόντια, ο φάρυγγας κ.ά.
β. «φωνητήριον ὄργανον», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνῶ + κατάλ. -τήριος (πρβλ. νικη-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωνητηρίων — φωνητήριος of speech fem gen pl φωνητήριος of speech masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητήριον — φωνητήριος of speech masc acc sg φωνητήριος of speech neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητηρίοις — φωνητήριος of speech masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητηρίου — φωνητήριος of speech masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητήρια — φωνητήριος of speech neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՁԱՅՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0146 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. φωνητικός, φωνητήριος, φωνήεις vocalis, voce praeditus. Որ ինչ ա՛նկ է կամ օգտէ ձայնի. եւ Ունօղ կամ հանօղ զձայն. *Ձայնական գործարան, կա գործիք (լեզու, շնչերակք).… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”